drobne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
drobne (pl) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα ψιλά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
drobne (pl)
drobne (pl) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
drobne (pl)