droguiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
droguiste | droguistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
droguiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
droguiste | droguistes |
droguiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό