drunk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | drunk |
συγκριτικός | drunker |
υπερθετικός | drunkest |
drunk (en)
- πιωμένος, μεθυσμένος
- ↪ Are you drunk?
- Είσαι πιωμένος;
- ↪ Are you drunk?
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
drunk (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
drunk | drunks |
drunk (en)