dumbfound

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

dumbfound (en)

he dumbfounded his rivals - αποσβόλωσε τους αντιπάλους του

Συγγενικά[επεξεργασία]