duonpreze
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
duonpreze (eo)
- στη μισή τιμή
- infanoj manĝas duonpreze - τα παιδιά τρώνε στη μισή τιμή
duonpreze (eo)