duopo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duopo | duopoj |
αιτιατική | duopon | duopojn |
duopo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duopo | duopoj |
αιτιατική | duopon | duopojn |
duopo (eo)