duracinus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
duracinus, -a, -um
- σκληρός
- (πληθυντικός) διάφορα φρούτα, π.χ. ροδάκινα, κεράσια
- sed persicorum palma duracinis (Plinius, Naturalis Historia, 15, 12)