dwójka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
dwójka < dwa
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dwójka (pl) θηλυκό
- το δυάρι σαν ψηφίο και σαν βαθμός
- (ειδικότερα) μη προάξιμος βαθμός, βαθμός κάτω από τη βάση σε πολλές σχολικές βαθμολογίες