dwójka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dwójka < dwa

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈdvujka/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dwójka (pl) θηλυκό

  1. το δυάρι σαν ψηφίο και σαν βαθμός
  2. (ειδικότερα) μη προάξιμος βαθμός, βαθμός κάτω από τη βάση σε πολλές σχολικές βαθμολογίες

Συγγενικά[επεξεργασία]