dziedzina
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dziedzina | dziedziny |
γενική | dziedziny | dziedzin |
δοτική | dziedzinie | dziedzinom |
αιτιατική | dziedzinę | dziedziny |
οργανική | dziedziną | dziedzinami |
τοπική | dziedzinie | dziedzinach |
κλητική | dziedzino | dziedziny |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dziedzina (pl) θηλυκό
- ο τομέας, ο κλάδος
- (μαθηματικά) το πεδίο ορισμού (συνάρτησης)