dziedzina

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική dziedzina dziedziny
γενική dziedziny dziedzin
δοτική dziedzinie dziedzinom
αιτιατική dziedzinę dziedziny
οργανική dziedziną dziedzinami
τοπική dziedzinie dziedzinach
κλητική dziedzino dziedziny

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dziedzina (pl) θηλυκό

  1. ο τομέας, ο κλάδος
  2. (μαθηματικά) το πεδίο ορισμού (συνάρτησης)