dziesięć
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
dziesięć (pl)
- δέκα
- w teleturnieju udział brało dziesięciu panów i dziesięć pań - στον τηλεμαραθώνιο μέρος πήρανε δέκα άντρες και δέκα γυναίκες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συντάσσεται με γενική (dopełniacz)
- όταν αναφέρεται στην ονομαστική αρρενοπροσωπικών ουσιαστικών, παίρνει τη μορφή της γενικής (dziesięciu, βλέπε παράδειγμα)