eŭkalipto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eŭkalipto | eŭkaliptoj |
αιτιατική | eŭkalipton | eŭkaliptojn |
eŭkalipto (eo)
- (φυτό) ο ευκάλυπτος