early
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- early < (κληρονομημένο) μέση αγγλική erly / erli < αγγλοσαξονική ǣrlīce < ǣr (πριν) + -līce
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | early |
συγκριτικός | earlier |
υπερθετικός | earliest |
early (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | early |
συγκριτικός | earlier |
υπερθετικός | earliest |
early (en)
- νωρίς, πρωί, κοντά στην αρχή μιας χρονικής περιόδου, ενός γεγονότος, ενός έργου κτλ.
- ↪ You should come early in the afternoon.
- Να έρθεις νωρίς το απόγευμα.
- ↪ We arrived early in the afternoon.
- Φτάσαμε νωρίς το βράδυ.
- ↪ The first symptoms of decline appeared early.
- Τα πρώτα συμπτώματα της παρακμής παρουσιάστηκαν νωρίς.
- ↪ very early the next day - πρωί-πρωί την άλλη μέρα
- ↪ You should come early in the afternoon.
- νωρίς, πρωί, πριν από τη συνηθισμένη, αναμενόμενη ή σχεδιασμένη ώρα
- ↪ I go to sleep and get up early.
- Κοιμάμαι και σηκώνομαι νωρίς.
- ↪ Luckily we arrived early.
- Ευτυχώς φτάσαμε νωρίς.
- ↪ We shouldn’t have come so early.
- Δεν έπρεπε να έρθουμε τόσο νωρίς.
- ↪ They lost their father too early.
- Έχασαν τον πατέρα τους πολύ νωρίς.
- ↪ It’s still too early.
- Είναι πολύ πρωί ακόμα.
- ↪ I got up very early.
- Σηκώθηκα πολύ πρωί.
- ↪ I go to sleep and get up early.
- (earlier) νωρίτερα, μπροστά από, πριν από τον παρόντα χρόνο ή τον χρόνο που αναφέρεται
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- early (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- early (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 298, 595, 757. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)νωρίς, νωρίς, πρωί