earmark
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
earmark | earmarks |
earmark (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | earmark |
γ΄ ενικό ενεστώτα | earmarks |
αόριστος | earmarked |
παθητική μετοχή | earmarked |
ενεργητική μετοχή | earmarking |
earmark (en)
- προορίζω για μια ορισμένη χρήση
- ↪ This amount is earmarked for research.
- Αυτό το ποσό προορίζεται για έρευνα.
- ↪ This amount is earmarked for research.
- σημαδεύω το αυτί (προβάτου, αγελάδας, κλπ.)
- σημαδεύω μια σελίδα βιβλίου, εγγράφου, κλπ.