earmark

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

earmark < ear + mark

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
earmark earmarks

earmark (en)

  1. σημάδεμα στο αυτί (για πρόβατα, αγελάδες, κλπ.)
  2. το σημάδι, το σημείο, η ένδειξη

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας earmark
γ΄ ενικό ενεστώτα earmarks
αόριστος earmarked
παθητική μετοχή earmarked
ενεργητική μετοχή earmarking

earmark (en)

  1. προορίζω για μια ορισμένη χρήση
    This amount is earmarked for research.
    Αυτό το ποσό προορίζεται για έρευνα.
  2. σημαδεύω το αυτί (προβάτου, αγελάδας, κλπ.)
  3. σημαδεύω μια σελίδα βιβλίου, εγγράφου, κλπ.

Πηγές[επεξεργασία]