ease

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ease (en)

  1. η ευκολία
    He broke his previous record with ease.
    Έσπασε το προηγούμενο ρεκόρ του με ευκολία.
    He played guitar with ease.
    Έπαιζε κιθάρα με ευκολία.
    ease of use - η ευκολία χρήσης
  2. η ησυχία, είμαι ήσυχος
    Having solved his finacial problems he was at ease.
    Έχοντας λύσει τα οικονομικά του προβλήματα ήταν ήσυχος.
    → δείτε την έκφραση at ease
  3. η οικονομική ευκολία, η άνεση, η απουσία οικονομικών προβλημάτων
    a life of ease - μια ζωή άνεσης

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας ease
γ΄ ενικό ενεστώτα eases
αόριστος eased
παθητική μετοχή eased
ενεργητική μετοχή easing

ease (en)

  1. (μεταβατικό) ανακουφίζω
    I ease someone’s anxiety.
    Ανακουφίζω την ανησυχία κάποιου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη relieve
  2. διευκολύνω
  3. ευκολύνω
  4. χαλαρώνω
  5. κινούμαι χαλαρά
  6. κινώ κάτι χαλαρά