ebleco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ebleco | eblecoj |
αιτιατική | eblecon | eblecojn |
ebleco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ebleco | eblecoj |
αιτιατική | eblecon | eblecojn |
ebleco (eo)