economic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός economic
συγκριτικός more economic
υπερθετικός most economic

Επίθετο[επεξεργασία]

economic (en)

  • οικονομικός, σχετικός με την οικονομία μιας χώρας ή τη διαχείριση των οικονομικών ενός ατόμου
    economic recovery/development - οικονομική ανάρρωση/ανάπτυξη

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]