egotistical

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός egotistical
συγκριτικός more egotistical
υπερθετικός most egotistical

Ετυμολογία [επεξεργασία]

egotistical < egotistic + -al

Επίθετο[επεξεργασία]

egotistical (en)

  1. εγωιστικός
    an egotistical view of the world - εγωιστική αντίληψη του κόσμου
     συνώνυμα: selfish, egocentric, egotistic, → και δείτε τη λέξη arrogant