ekskluziva
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ekskluziva < ekskluziv- + -a
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekskluziva | ekskluzivaj |
αιτιατική | ekskluzivan | ekskluzivajn |
ekskluziva (eo)