ekstremum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekstremum | ekstrema |
γενική | ekstremów | |
δοτική | ekstremom | |
αιτιατική | ekstrema | |
οργανική | ekstremami | |
τοπική | ekstremach | |
κλητική | ekstrema |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ekstremum (pl) ουδέτερο
- (μαθηματικά) το ακρότατο
- η ακρότητα