ekzekuto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzekuto | ekzekutoj |
αιτιατική | ekzekuton | ekzekutojn |
ekzekuto (eo)
- η εκτέλεση