Άμστερνταμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Άμστερνταμ < (άμεσο δάνειο) ολλανδική Amsterdam < Amstel (όνομα ποταμού) + dam (φράγμα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈam.steɾ.dam/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Άμ‐στερ‐νταμ

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Άμστερνταμ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]