Οκλαχόμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Οκλαχόμα
      γενική της Οκλαχόμας
    αιτιατική την Οκλαχόμα
     κλητική Οκλαχόμα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Οκλαχόμα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Oklahoma

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Οκλαχόμα θηλυκό άκλιτο ή κλιτό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]