Σαχάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σαχάρα | οι | Σαχάρες |
γενική | της | Σαχάρας | — | |
αιτιατική | τη | Σαχάρα | τις | Σαχάρες |
κλητική | Σαχάρα | Σαχάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /saˈxa.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐χά‐ρα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σαχάρα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Σαχάρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Έρημοι της Αφρικής (νέα ελληνικά)
- Έρημοι (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αφρικής (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)