αγκινάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκινάρα οι αγκινάρες
      γενική της αγκινάρας των αγκιναρών
    αιτιατική την αγκινάρα τις αγκινάρες
     κλητική αγκινάρα αγκινάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
το φυτό αγκινάρα
μια αγκινάρα (καρπός)
πίτσα με αγκινάρες

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγκινάρα < μεσαιωνική ελληνική ἀγκινάρα < (ελληνιστική κοινήκινάρα < αρχαία ελληνική κυνάρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aŋ.ɟiˈna.ɾa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγκινάρα θηλυκό

  • (φυτό) πολυετές φυτό (Cynara scolymus ή Cynara cardunculus) οικογένειας των Αστεροειδών (Asteraceae) με φαγώσιμο καρπό που περιβάλλεται από πολλά αγκαθωτά φύλλα. Πρόκειται για ιθαγενές φυτό της Αφρικής, που καλλιεργείται όμως σε πολλά μέρη του σύγχρονου κόσμου σε θέσεις προφυλαγμένες από το δυνατό ψύχος και εδάφη χωρίς πολλή υγρασία.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]