αιθανόλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιθανόλη θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- βιοαιθανόλη
- → δείτε τις λέξεις αιθάνιο και αλκοόλ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αιθανόλη στη Βικιπαίδεια