αμοιβάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμοιβάδα οι αμοιβάδες
      γενική της αμοιβάδας των αμοιβάδων
    αιτιατική την αμοιβάδα τις αμοιβάδες
     κλητική αμοιβάδα αμοιβάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανατομία μιας αμοιβάδας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμοιβάδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική amoeba < νεολατινική amoeba < αρχαία ελληνική ἀμοιβή (εναλλαγή)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.miˈva.ða/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμοιβάδα θηλυκό

  1. (ζωολογία) μονοκύτταρος οργανισμός, της τάξης των αμοιβαδοειδών, που κινείται με ριζοειδείς ή δακτυλοειδείς προεκβολές (ψευδοπόδια)
  2. (ιατρική) νόσος που προκαλείται στα έντερα, όταν εισέλθουν στον οργανισμό αμοιβάδες
     συνώνυμα: αμοιβάδωση

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]