αποδοτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποδοτικότητα < αποδοτικός + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rentabilité)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποδοτικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος αποδοτικός, η ιδιότητα του αποδοτικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποδοτικότητα