αποκρυφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκρυφισμός < απόκρυφος + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική occultisme)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποκρυφισμός αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποκρυφικός
- αποκρυφιστής
- αποκρυφιστικά
- αποκρυφιστικός
- αποκρυφολογία
- → δείτε τις λέξεις από και κρύβω