αρχιστράτηγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρχιστράτηγος | οι | αρχιστράτηγοι |
γενική | του | αρχιστράτηγου & αρχιστρατήγου |
των | αρχιστράτηγων & αρχιστρατήγων |
αιτιατική | τον | αρχιστράτηγο | τους | αρχιστράτηγους & αρχιστρατήγους |
κλητική | αρχιστράτηγε | αρχιστράτηγοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχιστράτηγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχιστράτηγος. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχι- + στρατηγός.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.çiˈstra.ti.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐στρά‐τη‐γος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχιστράτηγος αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός) ο πρώτος ανάμεσα στους στρατηγούς ή ο ανώτατος διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις αρχή, στρατηγός και στρατός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχιστράτηγος
Πηγές[επεξεργασία]
- αρχιστράτηγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αρχιστράτηγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αρχιστράτηγος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αρχι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)