αστείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστείο τα αστεία
      γενική του αστείου των αστείων
    αιτιατική το αστείο τα αστεία
     κλητική αστείο αστεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστείο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αστείος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αστείο ουδέτερο

  • ο λόγος που λέγεται με σκοπό τον αστεϊσμό, με εύθυμη διάθεση, για να προκαλέσει το γέλιο ή το χαμόγελο, όχι ως κάτι το σοβαρό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αστείο

  1. αιτιατική ενικού του αστείος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αστείος