αστείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αστείο | τα | αστεία |
γενική | του | αστείου | των | αστείων |
αιτιατική | το | αστείο | τα | αστεία |
κλητική | αστείο | αστεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστείο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αστείος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αστείο ουδέτερο
- ο λόγος που λέγεται με σκοπό τον αστεϊσμό, με εύθυμη διάθεση, για να προκαλέσει το γέλιο ή το χαμόγελο, όχι ως κάτι το σοβαρό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αστείο