βία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βια, Βία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βία οι βίες
      γενική της βίας των βιών
    αιτιατική τη βία τις βίες
     κλητική βία βίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βία < αρχαία ελληνική βία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷeih₃w- (ζω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvi.a/ → δείτε και τη λέξη βια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βία θηλυκό

  1. ενέργεια που προκαλεί καταστροφή
  2. η βιασύνη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βία, -ας θηλυκό

  1. σωματική δύναμη, ισχύς
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 219 (219-221)
    αὐτὰρ ἐπὴν ὑμέων γε βίας ἀφελώμεθα χαλκῷ, | κτήμαθ᾽ ὁπόσσα τοί ἐστι, τά τ᾽ ἔνδοθι καὶ τὰ θύρηφι, | τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν·
    Κι όταν χαλάσουμε με τον χαλκό τη δύναμή σας, | όλο το βιος σου, ό,τι μέσα στο σπίτι σου κατέχεις κι απέξω στους αγρούς, | με του Οδυσσέα τα αγαθά θα παν μαζί·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 5. Πυθέᾳ ‹Αἰγινήτῃ ἀγενείῳ› παγκρατιαστῇ, 20 (5.20-5.21)
    εἰ δ᾽ ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι | αὐτόθεν ἅλμαθ᾽ ὑποσκάπτοι τις·
    Μ᾽ αν είναι λόγος, ή την ευτυχία τους ή των χεριώ τη δύναμη να εγκωμιάσω ή τους σιδερομάχητους πολέμους των, | τότ᾽ ας μου σκάψουν τόπο για τα πιο μακριά πηδήματα·
    Μετάφραση (1936): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
  2. κατάχρηση δύναμης, άσκηση βίας, βίαιος τρόπος, βιαιότητα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 539 (539-540)
    εἰ δ᾽ Ὀδυσεὺς ἔλθοι καὶ ἵκοιτ᾽ ἐς πατρίδα γαῖαν, | αἶψά κε σὺν ᾧ παιδὶ βίας ἀποτίσεται ἀνδρῶν.»
    Αν όμως έφτανε μια μέρα εκείνος, αν το χώμα της πατρίδας του πατούσε, | γρήγορα τότε, με τον γιο του παραστάτη, θα πάρει εκδίκηση για την παράνομή τους βία.»
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 8. Ἀριστομένει Αἰγινήτῃ παλαιστῇ, 15 (8.15)
    βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ.
    Η βία τον υπερφίαλο θά ᾽ρθει μια μέρα που θα τον καταστρέψει.
    Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 196b (196b-196c)
    Ἔρως οὔτ᾽ ἀδικεῖ οὔτ᾽ ἀδικεῖται οὔτε ὑπὸ θεοῦ οὔτε θεόν, οὔτε ὑπ᾽ ἀνθρώπου οὔτε ἄνθρωπον. οὔτε γὰρ αὐτὸς βίᾳ πάσχει, εἴ τι πάσχει — βία γὰρ Ἔρωτος οὐχ ἅπτεται·
    ο Έρως ούτε αδικεί θεό ή άνθρωπο ούτε αδικείται από θεό ή άνθρωπο. Γιατί ούτε τα χτυπήματα που δέχεται —αν δέχεται— προέρχονται από βία (γιατί βία δεν αγγίζει τον Έρωτα)·
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
  3. (στη δοτική ως επίρρημα) (βίᾳ ή βίῃ) καταναγκαστικά, διά της βίας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]