γάλλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

  • Χημικό στοιχείο: Ga
  • Ατομικός αριθμός : 31
  • Προηγούμενο = Zn
  • Επόμενο = Ge

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γάλλιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική gallium < λατινική Gallia (Γαλλία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γάλλιο ουδέτερο στον ενικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γάλλιο τα γάλλια
      γενική του γαλλίου
γάλλιου
των γαλλίων
    αιτιατική το γάλλιο τα γάλλια
     κλητική γάλλιο γάλλια
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]