γκρέιπφρουτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ο καρπός τού γκρέιπφρουτ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκρέιπφρουτ < αγγλική grapefruit

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκρέιπφρουτ ουδέτερο άκλιτο

  1. (φυτό) οπωροφόρο δέντρο της τάξης των σαπινδωδών, του γένους κίτρος και της οικογένειας των ρυτοειδών (= εσπεριδοειδών),
  2. φρούτο μεγαλύτερο από το πορτοκάλι, χυμώδες, με ελαφρά ξινή και πικρή γεύση

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]