γραίγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γραίγος οι γραίγοι
      γενική του γραίγου των γραίγων
    αιτιατική τον γραίγο τους γραίγους
     κλητική γραίγε γραίγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γραίγος αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.