δίοπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δίοπος οι δίοποι
      γενική του δίοπου
διόπου
των δίοπων
διόπων
    αιτιατική τον δίοπο τους δίοπους
διόπους
     κλητική δίοπε δίοποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίοπος < αρχαία ελληνική δίοπος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δίοπος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίοπος < διέπω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δίοπος

  1. κυβερνήτης, διοικητής
  2. κυβερνήτης πλοίου

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίοπος < δι- + ὀπή

Επίθετο[επεξεργασία]

δίοπος

  • που έχει δύο τρύπες