ισθμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἰσθμός, Ἰσθμός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ισθμός οι ισθμοί
      γενική του ισθμού των ισθμών
    αιτιατική τον ισθμό τους ισθμούς
     κλητική ισθμέ ισθμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ισθμός.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισθμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσθμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ισθμός αρσενικό

  1. (γεωγραφία) στενή λωρίδα ξηράς που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες
    μας βολεύει να διανοίγουμε τις διώρυγες σε ισθμούς
  2. (καταχρηστικά) περιοχή στην οποία υπήρχε επώνυμος ισθμός(1) αλλά διανοίχτηκε διώρυγα
    ξεκίνησαν να ανοίγουν διώρυγα στον ισθμό του Σουέζ
  3. (ανατομία) δηλώνει το στενότερο σημείο οποιουδήποτε ιστού
    το στόμα εκτείνεται από τη στοματική σχισμή μέχρι τον ισθμό του φάρυγγα
  4. (αν δεν αναφέρεται συγκεκριμένη τοποθεσία) ο ισθμός της Κορίνθου
    τα διόδια στον ισθμό είναι κλειστά σήμερα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]