κήλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κήλη οι κήλες
      γενική της κήλης
    αιτιατική την κήλη τις κήλες
     κλητική κήλη κήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κήλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κήλη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈci.li/
ομόηχα: κοίλη, κοίλοι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κήλη θηλυκό

  • (ιατρική) η εξαιτίας παθολογικών αιτίων προβολή ενός εσωτερικού οργάνου ή τμήματός του από τη φυσιολογική του θέση
    κήλη εντέρου, κήλη δίσκου

Σύνθετα[επεξεργασία]

  Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-κήλη»

Μεταφράσεις[επεξεργασία]