καλειδοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλειδοσκόπιο | τα | καλειδοσκόπια |
γενική | του | καλειδοσκόπιου & καλειδοσκοπίου |
των | καλειδοσκόπιων & καλειδοσκοπίων |
αιτιατική | το | καλειδοσκόπιο | τα | καλειδοσκόπια |
κλητική | καλειδοσκόπιο | καλειδοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλειδοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική caleidoscope < αρχαία ελληνικά καλοειδής καλός + εἶδος + -σκόπιον.[1] Η αγγλική λέξη επινοήθηκε το 1817 από τον David Brewster, τον εφευρέτη του.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.li.ðoˈsko.pi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λει‐δο‐σκό‐πι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλειδοσκόπιο ουδέτερο
- οπτικό όργανο παρουσίασης συνθέσεων ποικίλων εγχρώμων σχεδίων μέσω κατόπτρων
- (μεταφορικά) πρόγραμμα τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό με ποικιλία θεμάτων
- και τώρα, θα παρακολουθήσετε την εκπομπή «Μουσικό Καλειδοσκόπιο»
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- καλειδοσκόπιο στα Κοινά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλειδοσκόπιο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ καλειδοσκόπιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκόπιο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)