κασέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κασέτα | οι | κασέτες |
γενική | της | κασέτας | των | κασετών |
αιτιατική | την | κασέτα | τις | κασέτες |
κλητική | κασέτα | κασέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κασέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassetta < cassa + -etta < λατινική capsa < capio < πρωτοϊταλική *kapjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂pi-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈse.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐σέ‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κασέτα θηλυκό
- (τεχνολογία, παρωχημένο) θήκη με μαγνητοταινία για εγγραφή ήχων, εικόνων ή δεδομένων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε και τη λέξη κάψουλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)