κασέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κασέτα οι κασέτες
      γενική της κασέτας των κασετών
    αιτιατική την κασέτα τις κασέτες
     κλητική κασέτα κασέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κασέτα ήχου των 60 λεπτών
κασέτα βίντεο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κασέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassetta < cassa + -etta < λατινική capsa < capio < πρωτοϊταλική *kapjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂pi-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈse.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐σέ‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κασέτα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]