καφές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Καφέδες

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καφές οι καφέδες
      γενική του καφέ των καφέδων
    αιτιατική τον καφέ τους καφέδες
     κλητική καφέ καφέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καβουρδισμένος καφές.
Φυτεία καφέ.
Μια κούπα με καφέ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καφές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قهوه (kahve) (τουρκική kahve) < αραβική قَهْوَة (qahwah)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καφές αρσενικό

  1. οι σπόροι του καφεόδεντρου
    εκλεκτοί κόκκοι καφέ
  2. (συνεκδοχικά) το ίδιο το καφεόδεντρο
    εργάτες σε φυτεία καφέ
  3. (συνεκδοχικά) η ποσότητα των ομώνυμων σπόρων που (μετά από ειδική επεξεργασία, κυρίως ψήσιμο και άλεσμα) είναι κατάλληλη για βράσιμο και πόση
    Μου αρέσει ο φρεσκοκομμένος καφές, διότι είναι πιο μυρωδάτος.
  4. (καφές) το ρόφημα που παρασκευάζεται από τους αλεσμένους σπόρους του καφέ. Ονομάζεται ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής ή τη χώρα προέλευσης των σπόρων
    καφές φίλτρου / γλυκύβραστος / σκέτος / εσπρέσσο
    ελληνικός καφές / γαλλικός / γερμανικός καφές
  5. (συνεκδοχικά) η ποσότητα μιας δόσης καφέ, που συνήθως υπολογίζεται με μία κούπα ή με ένα φλιτζάνι του ροφήματος
    Έχω ανάγκη δύο καφέδες το πρωί για να ξυπνήσω.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

εκφράσεις για τον ελληνικό καφέ

Συγγενικά[επεξεργασία]

επώνυμα:

→ δείτε και Καβετζής και Καφετζιάν

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 17.