κοκοφοίνικας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοκοφοίνικας οι κοκοφοίνικες
      γενική του κοκοφοίνικα των (κοκοφοινίκων)
    αιτιατική τον κοκοφοίνικα τους κοκοφοίνικες
     κλητική κοκοφοίνικα κοκοφοίνικες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκοφοίνικας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκοφοίνικας αρσενικό

  • (δέντρο) αειθαλές δέντρο, (λατινικό όνομα Cocos nucifera), με τεράστια πτεροειδή φύλλα που φυτρώνει στις θερμές περιοχές και παράγει την ινδική καρύδα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]