λέμφωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λέμφωμα τα λεμφώματα
      γενική του λεμφώματος των λεμφωμάτων
    αιτιατική το λέμφωμα τα λεμφώματα
     κλητική λέμφωμα λεμφώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λέμφωμα < αγγλική lymphoma < lymph < λατινική lympha < αρχαία ελληνική νύμφη (αντιδάνειο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlem.o.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λέμ‐φω‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λέμφωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]