λουίζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λουίζα | οι | λουίζες |
γενική | της | λουίζας | — | |
αιτιατική | τη | λουίζα | τις | λουίζες |
κλητική | λουίζα | λουίζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λουίζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική luisa < παλαιά γαλλική Louise (Λουίζα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λουίζα θηλυκό
- (φυτό) θαμνώδες αρωματικό φυτό, που τα φύλλα του χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία
- ※ Και μια φούχτα λουίζα (Οδυσσέας Ελύτης, Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, 1969)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)