μαργαρίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαργαρίνη θηλυκό
- το τεχνητό βούτυρο φυτικής προέλευσης, υποκατάστατο του φρέσκου ζωικού βουτύρου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μαργαρίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαργαρίνη