μαργαρίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαργαρίνη οι μαργαρίνες
      γενική της μαργαρίνης των μαργαρινών
    αιτιατική τη μαργαρίνη τις μαργαρίνες
     κλητική μαργαρίνη μαργαρίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαργαρίνη < από τη γαλλική margarine
Ένα δοχείο με μαργαρίνη.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαργαρίνη θηλυκό

  • το τεχνητό βούτυρο φυτικής προέλευσης, υποκατάστατο του φρέσκου ζωικού βουτύρου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]