μεσαίωνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μεσαίωνας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσαίωνας οι μεσαίωνες
      γενική του μεσαίωνα των μεσαιώνων
    αιτιατική τον μεσαίωνα τους μεσαίωνες
     κλητική μεσαίωνα μεσαίωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσαίωνας < καθαρεύουσα μεσαίων < μέσος + αἰών, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική Moyen Âge

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /meˈse.o.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σαί‐ω‐νας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσαίωνας αρσενικό

  1. (ιστορία) οι μεσαίοι χρόνοι, η χρονική περίοδος από το τέλος της αρχαιότητας έως τα νεότερα χρόνια
  2. (ειδικότερα) για την ευρωπαϊκή ιστορία → δείτε τη λέξη Μεσαίωνας
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) η κατάσταση της οπισθοδρόμησης και του σκοταδισμού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]