μετρό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μέτρο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

σταθμός του μετρό στη Μόσχα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετρό < (άμεσο δάνειο) γαλλική métro < métropolitain < métropole, μεγάλη πόλη < μητρόπολη (αντιδάνειο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /meˈtɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τρό
ομόηχο: μετρώ
τονικό παρώνυμο: μέτρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετρό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]