μικρόφωνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μικρόφωνο τα μικρόφωνα
      γενική του μικρόφωνου
μικροφώνου
των μικρόφωνων
μικροφώνων
    αιτιατική το μικρόφωνο τα μικρόφωνα
     κλητική μικρόφωνο μικρόφωνα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μικρόφωνο δυναμικού τύπου

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικρόφωνο < (λόγιο δάνειο) γαλλική microphone.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε μικρό- + -φωνο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miˈkɾo.fo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρό‐φω‐νο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικρόφωνο ουδέτερο

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]