ντε φάκτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Το επίρρημα ντε φάκτο πήγασε και διαδόθηκε από τη ρωμαϊκή νομοθεσία -εδώ οι "Πανδέκτες" του Ιουστινιανού όπως τυπώθηκαν το 1571

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντε φάκτο < λατινική de facto < de (από), factum (γεγονός, πράξη)

Επίρρημα[επεξεργασία]

ντε φάκτο και ντεφάκτο

  • εκ των πραγμάτων, στην πράξη, ρεαλιστικά, αλλά όχι απαραίτητα και νόμιμα ή τυπικά ή επίσημα. Υποδηλώνει ότι κάτι αποτελεί τετελεσμένο γεγονός που δεν μπορεί, προς το παρόν τουλάχιστον, να αλλάξει και που γίνεται αποδεκτό κυρίως επειδή επιβάλλεται εκ των πραγμάτων παρά επειδή είναι δίκαιο ή ορθό. Συχνά η ντε φάκτο κατάσταση επιβάλλεται με ανορθόδοξο τρόπο και παραπέμπει συχνά στη δημιουργία ενός νέου και άδικου κατεστημένου. Εντούτοις το ντε φάκτο μπορεί συνάμα να είναι και δίκαιο
    Όταν ανεξαρτοποιείται με επανάσταση μια χώρα και διώχνει τους ξένες κατακτητές της, μπορεί αρχικά να μην αναγνωρίζεται επίσημα από άλλες κυβερνήσεις, αλλά είναι ήδη ντε φάκτο ανεξάρτητη.
    Όταν ανατρέπεται μια δημοκρατική κυβέρνηση με πραξικόπημα, ο επικεφαλής των πραξικοπηματιών είναι ο ντε φάκτο πρωθυπουργός της χώρας κι ας μην εκπροσωπεί τη νόμιμη κυβέρνηση.
    • με την έννοια του πραγματικού και όχι του τυπικού
      Ο Ρισελιέ ήταν ο ντε φάκτο αυτοκράτορας της Γαλλίας την εποχή της παντοδυναμίας του κι ας είχε τυπικά τον τίτλο του καρδινάλιου
      Μα ήταν δεκαπέντε χρόνια ντεφάκτο η γυναίκα του κι ας μην είχαν παντρευτεί. Τώρα που χώρισαν έχει κι εκεινη δικαιώματα στην περιουσία τους.
    • για να υπογραμμιστεί η ύπαρξη θεωρητικά πολλών επιλογών, αλλά πρακτικά μόνον μίας
      Αυτοί έχουν επιβάλει το μονοπώλιό τους ντε φάκτο (θεωρητικά επιτρέπεται η κυκλοφορία πολλών ομοειδών προϊόντων ή παρεχομένων υπηρεσιών, αλλά στην αγορά άντεξε και συνεχίζει να κυκλοφορεί μόνον ένα)
      Η ντε φάκτο γλώσσα του διαδικτύου είναι τα αγγλικά, όπως και σε πολλές αφρικανικές χώρες που διαθέτουν δεκάδες τοπικές διαλέκτους, κι όμως ο κόσμος μιλάει αγγλικά ακόμα και μέσα στο σπίτι του.
    • για να υπογραμμιστεί το αναπόφευκτο ή η βεβαιότητα μιας πρόβλεψης ή ενός γεγονότος (συνήθως μονολεκτικά στην καθομιλουμένη και στην αργκό)
      Το ΠΑΣΟΚ θα πάρει πάνω 5%! Ντεφάκτο!
      Τα έχουνε δυο μήνες τώρα. Ντεφάκτο σου λέω!
      Αφού το αποφάσισες, ντεφάκτο, με φέρνεις προ τετελεσμένων γεγονότων.
    • Σε αντιδιαστολή προς το de jure, δηλαδή αυτού που απορρέι από το νόμο, το δίκαιο, το έθιμο, το νόμιμο ή το ορθό –χωρίς απαραίτητα το τυπικά νόμιμο να είναι και κοινωνικά δίκαιο
      Στα διαζύγια ντε φάκτο παίρνει την επιμέλεια του παιδιού η μητέρα, αλλά de jure μπορεί να τη διεκδικήσει και ο πατέρας
      Η αθηναϊκή δραχμή ήταν ντε φάκτο από δεκαετίας το βασικό νόμισμα όλων των ελληνόφωνων περιοχών, αλλά όταν η Αθήνα πήγε να το επιβάλει και de jure, δηλαδή με νόμο σε όλα τα μέλη της Συμμαχίας της Δήλου, συνάντησε αντιδράσεις
      Τα σύνορα κάθε χώρας καθορίστηκαν ντε φάκτο από τις δυνατότητες της κυβέρνησης και των πολιτών της να τα επιβάλουν στους γείτονές τους, οι οποίοι όμως μπορουν να τα προσβάλλουν και να εγείρουν διεκδικήσεις σε αμφισβητούμενα εδάφη de jure

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]