ντούμπνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

  • Χημικό στοιχείο: Db
  • Ατομικός αριθμός : 105
  • Προηγούμενο = Rf
  • Επόμενο = Sg

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντούμπνιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική dubnium < ρωσική Ντούμπνα, πόλη στη Ρωσία, όπου ανακαλύφθηκε

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντούμπνιο ουδέτερο στον ενικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντούμπνιο τα ντούμπνια
      γενική του ντούμπνιου των ντούμπνιων
    αιτιατική το ντούμπνιο τα ντούμπνια
     κλητική ντούμπνιο ντούμπνια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]