περγαμόντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

φύλλα και καρποί του περγαμόντου
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περγαμόντο τα περγαμόντα
      γενική του περγαμόντου των περγαμόντων
    αιτιατική το περγαμόντο τα περγαμόντα
     κλητική περγαμόντο περγαμόντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περγαμόντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική bergamotto

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περγαμόντο ουδέτερο και (λαϊκότροπο) περγαμότο

  1. (φυτό) μικρό αειθαλές δέντρο (λατινικό όνομα Citrus aurantium) από τα εσπεριδοειδή· παράγει κίτρινους καρπούς που στο σχήμα και το μέγεθος μοιάζουν με πορτοκάλια
  2. γλυκό του κουταλιού από περγαμόντο (1)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]